- αλαβής
- -ές [λαβή]αυτός που δεν έχει λαβή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεβίας — λεβίας, ὁ (Α) είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα ίας* (πρβλ. ξιφ ίας) και, κατά μία άποψη, συνδέεται με το αιγυπτ. ἀλάβης, είδος ψαριού] … Dictionary of Greek